ἴβιος

ἴβιος
ἶβις
ibis
fem gen sg (epic doric ionic aeolic)
ἴ̱βιος , ἶβις
ibis
fem gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιβιοπρόσωπος — ἰβιοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει πρόσωπο ίβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, ιος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • στίμμι — ιος, το / στῑμμι, ίμμιος, ΝΑ, και στίμμη, εως, η, και στίμι, εως, το, Ν, και στῑμι, ίμιος και στῑβι, ίβιος, και ως θηλ. στίμμις, εως ή ιδος και στῑμις, ίμεως και στιμία, Α 1. το ορυκτό αντιμόνιο 2. συνεκδ. μαύρη χρωστική ουσία που παρασκευαζόταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”